- ἀνόστεος
- ἀνόστεοςbonelessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανόστεος — ἀνόστεος, ον (Α) ο χωρίς οστά («ἀνόστεος ἡ καρδία») … Dictionary of Greek
ἀνόστεον — ἀνόστεος boneless masc/fem acc sg ἀνόστεος boneless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοστέων — ἀνόστεος boneless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόστεα — ἀνόστεος boneless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόστεοι — ἀνόστεος boneless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… … Dictionary of Greek
ԱՆՈՍԿՐ — ( ) NBH 1 0217 Chronological Sequence: 6c ա. ἁνόστεος sine ossibus, exossis Ուր չիք ոսկր. *Անոսկր եւ կակղագոյն. Անյաղթ պորփ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)